ζευγολογώ

ζευγολογώ
ζευγολογῶ, -έω (Μ)
εισπράττω φόρο ανάλογα με το αν κάποιος έχει και πόσα ζευγάρια βοδιών ή αλόγων για όργωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -λογώ*«μαζεύω» (πρβλ. βλαστο-λογώ, συκο-λογώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”